Ποδαρκέων

Ποδαρκέων
Ποδάρκης
masc gen pl (epic doric ionic aeolic)
Ποδάρκης
masc gen pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποδαρκέων — ποδαρκής succouring with the feet masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάρκης — ες και ποδαρκής, ές Α 1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία τής ποδάγρας 3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» αγώνας δρόμου ταχύτητας β) «ποδαρκέων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”